- ἑτεροκίνητος
- ἑτεροκίνητοςmoved by external forcemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροκίνητος — η, ο (ΑΜ ἑτεροκίνητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κινηθεί μόνος του αλλά υπό την επίδραση εξωτερικής δυνάμεως («η ανόργανη ύλη είναι ετεροκίνητη») νεοελλ. αυτός που δεν έχει πρωτοβουλία ή αυτενέργεια αλλά δρα σύμφωνα με τη θέληση άλλου … Dictionary of Greek
ετεροκίνητος — η, ο 1. αυτός που κινείται από άλλον, όχι μόνος του (αυτοκίνητος). 2. αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη θέληση και τις υποδείξεις άλλων: Ετεροκίνητο όργανο προπαγάνδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑτεροκινήτως — ἑτεροκίνητος moved by external force adverbial ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκίνητον — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem acc sg ἑτεροκίνητος moved by external force neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτοις — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτου — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτους — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτων — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκινήτῳ — ἑτεροκίνητος moved by external force masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροκίνητα — ἑτεροκίνητος moved by external force neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)